οξιτανικός

οξιτανικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει στην περιοχή τής νότιας Γαλλίας Οξιτανία, η οποία περιλαμβάνει το Λιμουζέν, το Λανγκεντόκ, την παλαιά Ακουιτανία και το νότιο τμήμα τών Γαλλικών 'Αλπεων
2. φρ. «οξιτανική γλώσσα» — ρομανική γλώσσα που αριθμεί 1.500.000 περίπου ομιλητές στη νότια Γαλλία, αλλ. γλώσσα οκ ή Λανγκεντόκ ή προβηγκιακή γλώσσα
β) «οξιτανική λογοτεχνία» — η λογοτεχνία που αναπτύχθηκε στη νότια Γαλλία σε οξιτανική ή προβηγκιακή γλώσσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οκ — (Oc). Γλωσσικό μόριο της αρχαίας προβηγγιανής διαλέκτου που προήλθε από το ουδέτερο της λατινικής αντωνυμίας hoc (αυτό) και σημαίνει κατάφαση. Το μόριο αυτό χρησιμοποιούνταν, από τον 9o αι. και μετά, από τους Γάλλους που κατοικούσαν στις νότιες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”